Υπολογισμός εφεδρείας της αιματικής ροής των στεφανιαίων αρτηριών (=αιμοδυναμική μελέτη σύρματος πίεσης)
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σοβαρότητα της στένωσης μιας στεφανιαίας αρτηρίας κρίνεται με βάση την υποκειμενική, οπτική εκτίμηση των δισδιάστατων εικόνων της κλασσικής στεφανιογραφίας από τον επεμβατικό καρδιολόγο που διενεργεί την εξέταση.
Μια στένωση θεωρείται σοβαρή και περιοριστική της αιματικής ροής εάν προκαλεί περιορισμό στη διάμετρο του αυλού του αγγείου μεγαλύτερο από 70% σε σχέση με το παρακείμενο υγιές τμήμα του αγγείου. Στην περίπτωση αυτή, προτείνεται συνήθως η επέμβαση επαναιμάτωσης, είτε με αγγειοπλαστική είτε με χειρουργική επέμβαση αορτο-στεφανιαίας παράκαμψης (by-pass).
Αυτή η μέθοδος αξιολόγησης έχει διάφορους περιορισμούς, ο συχνότερος εκ των οποίων είναι η περιορισμένη ακρίβεια στη συσχέτιση μεταξύ της σοβαρότητας της στένωσης και της προκαλούμενης από αυτήν μείωσης στην αιματική ροή όταν πρόκειται για στενώσεις βαρύτητας 40% ως 70%, τις αποκαλούμενες και «ενδιάμεσες στενώσεις».
Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο το οποίο ποσοτικοποιεί τη μείωση της αιματικής ροής που προκαλείται από μία στένωση και ως εκ τούτου αντικειμενοποιεί τη σημασία μιας ενδιάμεσης στένωσης, βοηθώντας σημαντικά τον επεμβατικό καρδιολόγο να πάρει την σωστή απόφαση για την αντιμετώπιση της προς όφελος του ασθενούς. Το εργαλείο αυτό είναι η μέτρηση της κλασματικής εφεδρείας ροής και τις τελευταίες δύο δεκαετίες χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε αιμοδυναμικά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο.
Η κλασματική εφεδρεία ροής (FFR ή iFR) είναι ο λόγος μεταξύ της μέγιστης ροής αίματος που μπορεί να περάσει από μια στενωμένη στεφανιαία αρτηρία και της θεωρητικής μέγιστης ροής αίματος που θα μπορούσε να περάσει από την ίδια αρτηρία αν αυτή δεν είχε καμία στένωση.
Η κλασματική εφεδρεία ροής, μπορεί να μετρηθεί εύκολα πρίν τη διενέργεια μιας πιθανής αγγειοπλαστικής, εφ΄σον ενδείκνυται, προωθώντας διαμέσου του καθετήρα ένα ειδικό σύρμα που φέρει στην άκρη του έναν μικροσκοπικό αισθητήρα πίεσης μετά το σημείο της στένωσης. Στη συνέχεια με την χρήση είτε υπεραιμικών είτε μη υπεραιμικών τεχνικών και με βάση τις ενδείξεις πίεσης από τον αισθητήρα στο άκρο του σύρματος και από τον καθετήρα που βρίσκεται στο στόμιο του αγγείου, προσδιορίζεται ο λόγος της κλασματικής εφεδρείας ροής. Όταν για τον προσδιορισμό του λόγου αυτού χρησιμοποιούνται υπεραιμικές τεχνικές, πραγματοποιείται ενδοφλέβια έγχυση αγγειοδιασταλτικού φαρμάκου (αδενοσίνη) για 30 δευτερόλεπτα ως μέγιστο 1 λεπτό, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί μια παροδική δυσφορία που υποχωρεί όμως αμέσως μετα τη διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια πολύ σημαντική εξέλιξη στον τομέα της μέτρησης της κλασματικής εφεδρείας ροής. Ενώ μέχρι πρόσφατα η μέτρηση της απαιτούσε υποχρεωτικά την πραγματοποίηση κλασσικής (αιματηρής) στεφανιογραφίας, η Αμερικανική εταιρεία HeartFlow ανέπτυξε λογισμικό μέσω του οποίου η μέτρηση αυτή μπορεί πλέον να γίνει και με την χρήση αξονικής στεφανιογραφίας. Οι προοπτικές αυτής της μεθόδου είναι τεράστιες, καθώς οι ασθενείς θα μπορούν να υποβληθούν σε μια μη αιματηρή εξέταση που θα τους παρέχει ταυτόχρονα πληροφορίες όχι μόνο για την ύπαρξη στενώσεων στις στεφανιαίες αρτηρίες (ανατομική πληροφορία), αλλά και για τις αντικειμενικές επιπτώσεις αυτών των στενώσεων στην αιματική ροή (λειτουργική πληροφορία). Έτσι οι ασθενείς θα καταλήγουν στο αιμοδυναμικό εργαστήριο μόνο για στοχευμένες αγγειοπλαστικές και όχι για διαγνωστικές εξετάσεις (στεφανιογραφία, αιμοδυναμική μελέτη σύρματος πίεσης). Δυστυχώς ο ενθουσιασμός για τη συγκεκριμένη μέθοδο περιορίζεται προς το παρόν από την πολύ περιορισμένη διαθεσιμότητα της, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και η μέθοδος αυτή υπόκειται στους γενικούς περιορισμούς της αξονικής στεφανιογραφίας.

